Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

Όταν περπατώ και δεν αποκάμνω.

«Οι νέοι, όμως, θα ατονήσουν και θα αποκάμουν, και οι εκλεκτοί νέοι θα εξασθενήσουν ολοκληρωτικά∙ αλλ’ αυτοί που προσμένουν τον Κύριο θα ανανεώσουν τη δύναμή τους∙ θα ανεβούν με φτερούγες σαν αετοί∙ θα τρέξουν, και δεν θα αποκάμουν∙ θα περπατήσουν, και δεν θα ατονήσουν». Ησαΐας 40:30-31.

Τα εδάφια 30 και 31 του τεσσαρακοστού κεφαλαίου από το βιβλίο του Ησαΐα, αποδίδουν με μία εξαιρετική λεκτική δύναμη το βίωμα του ανθρώπου, που έχει επιλέξει να βαδίζει με τον Θεό. Ακόμα και το τρέξιμό του γίνεται εφικτό, γιατί πρωτίστως έχει επιλέξει να περπατά με τον Κύριό του, και με τη δύναμη Εκείνου να μετατρέπει τις περιόδους της αδυναμίας και ατονίας του, σε εμπειρίες σφραγισμένες από Θεία δύναμη. Το ρήμα περπατώ χρησιμοποιείται πολλές φορές στη Βίβλο, και πάντα η έννοιά του σχετίζεται με την επιλογή του ανθρώπου να βαδίσει τη ζωή του με ή χωρίς τον Ιησού Χριστό.
Ας παρακολουθήσουμε ενδεικτικά μερικά: «για να εκπληρωθεί η δικαιοσύνη του νόμου σε μας, που δεν περπατάμε σύμφωνα με τη σάρκα, αλλά σύμφωνα με το Πνεύμα» Ρωμαίους 8:4, «Από τότε, πολλοί από τους μαθητές του στράφηκαν προς τα πίσω, και δεν περπατούσαν πλέον μαζί του» Ιωάννης 6:67, «Αν, όμως περπατάμε μέσα στο φως, όπως αυτός είναι μέσα στο φως, έχουμε κοινωνία ο ένας με τον άλλον, και το αίμα του Ιησού Χριστού, του Υιού του, μας καθαρίζει από κάθε αμαρτία» Α' Ιωάννου 1:7, «Προσέχετε, λοιπόν, πώς να περπατάτε ακριβώς∙ όχι ως άσοφοι, αλλά ως σοφοί, εξαγοραζόμενοι τον καιρό, επειδή οι ημέρες είναι πονηρές» Εφεσίους 5:15, «Περπατάτε με φρόνηση προς τους έξω, εξαγοραζόμενοι τον καιρό». Κολοσσαείς 4:5.

Η επιλογή μας να περπατήσουμε με τον Θεό, σίγουρα συναντά πάρα πολλά εμπόδια. Τα περισσότερα από αυτά οι περισσότεροι χριστιανοί τα γνωρίζουν, γιατί τα βιώνουν. Θα επιλέξω να εστιάσω την προσοχή μας σε τρία από αυτά τα εμπόδια, που πιστεύω ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αγγίζουν όλους μας. Ένας τόσο γνωστός εχθρός είναι οι περίοδοι της δοκιμασίας. Υπάρχουν άνθρωποι που στη δοκιμασία αφυπνίζονται, και αποφασίζουν να στραφούν με ειλικρινή καρδιά στην κατανόηση αιώνιων αληθειών για τις θλίψεις στη ζωή τους. Σε αυτή την περίπτωση, ο πόνος γίνεται το απαραίτητο εργαλείο, για να ανοίξουν τα βάθη της ψυχής σε αλήθειες αιώνιες, οπότε τελικά, η δοκιμασία λειτουργεί ως αφορμή για να γνωρίσουν τον Θεό βαθύτερα, και να περπατήσουν μαζί Του με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και θέρμη. Κάποιοι άλλοι στη δοκιμασία τους κλονίζονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε η καρδιά τους πλημμυρίζει με οργή, θυμό και άρνηση για τα πράγματα του Θεού. Η εκδήλωση της μιας ή της άλλης στάσης σε αυτές τις περιόδους είναι καθρέπτης της πνευματικής μας πορείας, αφού το περπάτημά μας με τον Θεό με δική μας επιλογή, μπορεί να συνεχιστεί ή να σταματήσει.

Ένας ακόμη εχθρός είναι η περίοδος της ευρυχωρίας, όταν τα πράγματα σε όλα τα επίπεδα της ζωής μας έχουν μια αξιοσημείωτη τάξη και αρμονία. Σε αυτές τις περιόδους, ενώ καμία δοκιμασία δεν ταράζει την καρδιά μας, ενδέχεται να χαλαρώσουμε την επιθυμία μας να περπατήσουμε με τον Θεό. Οι αιτίες είναι πολλές, και η εφαρμογή της μιας ή της άλλης σχετίζονται με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του καθενός, και τον βαθμό ωριμότητας της πνευματικής ζωής. Έτσι, σε άλλες περιπτώσεις, αιτία μπορεί να είναι η ολοκληρωτικά λανθασμένη άποψη ότι απολαμβάνουμε τις ευλογίες του Θεού, εξαιτίας της προσωπικής μας αξίας, και καθαρότητας της καρδιάς. Όσο και αν η υπακοή έχει τον δικό της αναντικατάστατο ρόλο στην πνευματική μας πρόοδο, δεν είναι ποτέ μα ποτέ αιτία η προσωπική μας αξία, αλλά η αστείρευτη γενναιοδωρία και Χάρη, που πηγάζουν από την Θεϊκή Καρδιά. Ο λόγος που χρειάζεται αυτό να το κατανοήσουμε, είναι γιατί στην αντίθετη περίπτωση, αργά αλλά σταθερά, ο εχθρός μπορεί να κτίσει μέσα μας τα ‘οχυρώματα’ της πνευματικής περηφάνιας, και αυτοδικαίωσης. Αυτά τα οχυρώματα στην καθημερινή ζωή όλο και περισσότερο γίνονται εκδηλώσεις σκληρής και επικριτικής συμπεριφοράς προς τους άλλους, αλλά και αυτάρεσκης και αλαζονικής στάσης προς τον Θεό. Στην ουσία πρόκειται για την επιλογή να βαδίσει κάποιος στην οδό που έχει το όνομα: “τα ξέρω όλα, μου αξίζουν όλα, γι’ αυτό και τα απολαμβάνω όλα!” Σε άλλες περιπτώσεις, στην περίοδο της ευρυχωρίας ατονεί η επιθυμία να περπατήσουμε με τον Θεό, απλούστατα γιατί Τον ξεχνάμε. Ελκυόμαστε από τις παροδικές και εφήμερες απολαύσεις, που τόσο ύπουλα μα και εύκολα, μετατρέπουν το πνευματικό φρόνημα σε σαρκικό. Η μελέτη και η προσευχή δίνουν τη θέση τους στην ενασχόληση με ελαφρά, επιπόλαια και επιφανειακά πράγματα. Σταδιακά, ανοίγονται παραθυράκια, που μετατρέπονται σε πόρτες, μέσα από τις οποίες η διάπραξη αμαρτιών και παραβάσεων αμβλύνει τα συναισθήματα, και αποκοιμίζει τη συνείδηση. Τότε, μόνο η βίωση μίας δοκιμασίας, μπορεί, αν το επιλέξουμε, να ανοίξει τα μάτια μας, για να διαπιστώσουμε ότι η οδός μας μακράν απέχει από την Οδό του Θεού.

Ένας εχθρός λιγότερο, ίσως εντοπισμένος, αλλά σίγουρα καθόλου ευκαταφρόνητος, είναι ο εχθρός της ρουτίνας στην καθημερινότητά μας. Ίσως, μας ξαφνιάζει αυτή η άποψη, αλλά, αν συλλογιστούμε πιο βαθιά, θα διαπιστώσουμε ότι σε περιόδους που τίποτα το συνταρακτικό δε ζούμε ή δεν αναμένουμε, είναι πάρα πολύ εύκολο να γλιστρήσουμε στα μονοπάτια της χλιαρότητας, που τόσο δυσαρεστεί τον Κύριό μας, όπως διαβάζουμε στην Αποκάλυψη 3:14-22. Σε αυτές τις περιόδους, η προσευχή και η μελέτη μας, ακόμα και αν γίνονται, δεν έχουν όλο το δόσιμο της ύπαρξής μας. Αλλού είναι η σκέψη, η καρδιά, το μυαλό μας, και έτσι απλώς περιφέρουμε βαριεστημένα τη χριστιανική μας ταυτότητα, και απλώς υπάρχουμε ως θρησκευόμενοι, χωρίς την καρδιά μας να την καίει η φλόγα της Αναστημένης Ζωής του Ιησού Χριστού. Περιμένουμε να αποτιναχθεί από πάνω μας το πέπλο της ρουτίνας, με κάποιο ακαθόριστο τρόπο, που ούτε τον ζητάμε στην προσευχή μας, ούτε τον πιστεύουμε, γιατί στο βάθος της καρδιάς μας θεωρούμε ότι καμία από τις Υποσχέσεις του Θεού δεν μπορεί να λειτουργήσει για εμάς. Προτιμάμε να μένουμε άπραγοι θεατές, και παθητικοί δέκτες του σκηνικού της ζωής μας, αφήνοντας αποκλειστικά στον Θεό την ευθύνη, ίσως και… την υποχρέωση, να φέρει στην καθημερινότητά μας εμπειρίες που θα χρωματίσουν τις γκρίζες εικόνες μας. Αυτό, βέβαια, δε λέγεται ως μομφή, ούτε προωθεί την αντίληψη ότι ο Θεός δε θέλει να μας απαντήσει στις προσευχές μας, και να μας περιβάλλει με τις Ευλογίες Του. Είναι περισσότερο μία διαπίστωση, που έχει να κάνει με τον εξής προβληματισμό: μήπως περισσότερο αγαπάμε τις ευλογίες Του παρά τον Ίδιο τον Θεό; Μήπως ο Θεός μας έχουν γίνει οι εμπειρίες που έχουμε ζήσει μαζί Του, ή αυτές που προσδοκούμε να ζήσουμε; Σε μία τέτοια περίπτωση, σίγουρα δεν περπατάμε μαζί Του, αλλά έχουμε αγκαλιάσει σφικτά αυτά που πιστεύουμε πως είναι… υποχρεωμένος ο Θεός να μας δώσει.

Από τα τρία αυτά εμπόδια, αξίζει περισσότερο να εμβαθύνουμε στο εμπόδιο της ρουτίνας, και να το συνδέσουμε με την έννοια του ρήματος περπατώ. Η ενέργεια αυτού του ρήματος δε μας παραπέμπει σε κάποια ενέργεια αγωνιστική, ή κάποια ενέργεια που γίνεται σε κατάσταση έντασης ή έκστασης. Το περπάτημα δεν είναι το ίδιο με το τρέξιμο. Μέσα στη ζωή μας περισσότερο περπατάμε, παρά τρέχουμε, γι’ αυτό και συχνά επιλέγεται το ρήμα περπατώ στα διάφορα εδάφια της Αγίας Γραφής, όταν οι συγγραφείς της θέλουν να το συνδέσουν με τη στάση του ανθρώπου στις πολύπλευρες πτυχές της καθημερινότητάς του. Στην πνευματική μας ζωή, όπως και στην καθημερινότητά μας, μπορεί ο ρυθμός του περπατήματός μας να αλλάζει, όμως αυτό δε σημαίνει ότι δεν περπατάμε. Άλλες φορές περπατάμε ήρεμα, άλλες με ένταση, άλλες με θλίψη, και υπάρχουν φορές που το περπάτημα γίνεται και τρέξιμο, όταν οι συνθήκες το απαιτήσουν. Ωστόσο, αυτό δεν αλλάζει τη βασική αλήθεια ότι η ποιότητα της ζωής μας καθορίζεται από τον τρόπο που επιλέγουμε να την περπατήσουμε.

Ο λόγος που χρειάζεται να συνδέσουμε το ρήμα περπατώ με την απλή ζωή της καθημερινότητας είναι πολύ σημαντικός. Ο πραγματικός έλεγχος του χριστιανικού μας βιώματος, και η απόδειξη του κατά πόσο είναι γνήσιο ή κάλπικο, δεν είναι αυτό που κάνουμε στις στιγμές της πνευματικής μας ανάτασης, ή όταν σπρωγμένοι από το βάρος της θλίψης, και έχοντας χάσει κάθε άλλη ελπίδα, στηριζόμαστε στον Θεό. Σίγουρα, και αυτή η εμπειρία της προσέγγισης του Θεού είναι εξαιρετικά πολύτιμη, όμως έχω την ταπεινή γνώμη ότι χρειάζεται να μας προβληματίσει το γεγονός, ότι κάποιες φορές αφυπνιζόμαστε στα πράγματα του Θεού, μόνο όταν λειτουργήσει στη ζωή μας ο πόνος. Εύλογα προκύπτει το ερώτημα σε ποια θέση είχαμε τον Θεό στη ζωή μας, όταν φαινόταν ότι τίποτα δεν απειλούσε την ευρυχωρία μας.

Το να μάθουμε να περπατάμε με τον Θεό, ενώ τίποτα το καταπληκτικό δε γεμίζει με ενέργεια και χρώμα τη ζωή μας, δεν είναι κάτι που μαθαίνεται μέσα σε πέντε λεπτά. Ταυτόχρονα, όμως, δεν είναι μία ουτοπία, κάτι το άπιαστο και το ανήκουστο, ακριβώς γιατί η θερμή απόφασή μας να ζήσουμε μία τέτοια ζωή, φέρει πάντα την υπογραφή της Δύναμης του Θεού. Εκείνο που πρώτα απ’ όλα επιθυμεί να συνειδητοποιήσουμε ο Θεός, είναι ότι η προτροπή Του να περπατάμε μαζί Του, δεν είναι ένας ακόμη αυστηρός θεολογικός κανόνας, τόσο ψυχρός και εγκεφαλικός, ώστε να μη λαμβάνει καθόλου υπόψη την ανθρώπινη φύση και τις αδυναμίες μας. Το σίγουρο είναι πως το πιο άχρηστο πράγμα στην πνευματική μας ζωή, είναι οι θεωρητικοί θρησκευτικοί κανόνες, που μας αφήνουν απλώς με τη γεύση της παντελούς αναξιότητάς μας, χωρίς να έχουν τη δύναμη να μας ωθήσουν να αναβλέψουμε σε Εκείνον, που έχει τη Δύναμη να κάνει το αδύνατο δυνατό. Συνεπώς, όχι μόνο είναι εφικτό να περπατήσουμε με τον Θεό, αλλά έχουμε διαθέσιμη όλη τη δύναμη και το φρόνημα του Ιησού Χριστού, για να το ζήσουμε με τη Χάρη Του.

Το πρώτο βήμα είναι να απαλλαγούμε με την οδηγία του Αγίου Πνεύματος, από εκείνες τις ιδέες που συστήνουν μέσα μας μια εικόνα, και ένα θέλημα του Θεού, που πολύ λίγη ή καθόλου σχέση έχουν με την πραγματική Φύση Του. Αυτές οι ιδέες είναι τα λεγόμενα οχυρώματα της διάνοιας, που ο εχθρός χτίζει μέσα μας με μεγάλη μαεστρία και γνώση, των αδύνατων σημείων του ψυχικού και συναισθηματικού μας κόσμου. Είναι τα κάστρα της αιχμαλωσίας μας, τα οποία, όσο περισσότερο τα συντηρούμε στην πνευματική μας ζωή, τόσο πιο στερημένοι μένουμε από τα κάλλιστα του Θεού. Κατόπιν, χρειάζεται η πρακτική της πειθαρχίας, που σίγουρα δε μαθαίνεται μέσα σε λίγες ώρες. Δεν μπορούμε να πιστεύουμε ότι περπατάμε με τον Θεό, όταν δεν αφιερώνουμε χρόνο από την καθημερινότητά μας, για να Του ανοίξουμε την καρδιά μας στην προσευχή μας, και να Του μιλήσουμε για όλα τα όνειρα, τους πόθους και τους καημούς της καρδιάς μας για εμάς και τους αγαπημένους μας. Δεν μπορούμε να έχουμε την αυταπάτη ότι περπατάμε με τον Θεό, όταν δεν Του αφήνουμε χρόνο και χώρο, για να μοιραστεί μαζί μας, μέσα από τη μελέτη του Λόγου Του, και μέσα από το άνοιγμα της ψυχής μας στην Αγάπη Του, τους Δικούς Του πόθους, για όλα τα θέματα που αφορούν τον μικρόκοσμό μας. Επομένως, το περπάτημα με τον Θεό είναι μια στάση ζωής, που διαμορφώνεται πρωτίστως με την εθελούσια επιλογή μας, να παραχωρήσουμε όλα τα δικαιώματα της ύπαρξής μας στον Θεό, και με την ειλικρινή λαχτάρα μας, ο Θεός να είναι μέσα στην πολύβουη καθημερινότητά μας όλα όσα τόσο ποθεί.

Ωστόσο, αυτή η στάση ζωής δεν είναι κάτι που διαμορφώνεται σε απομόνωση. Πουθενά μέσα στη Βίβλο δεν επικροτείται ένα τέτοιο είδος ζωής. Περπατώ με τον Θεό σημαίνει αγωνίζομαι με τη Χάρη Του, ώστε να δημιουργώ σχέσεις ζωής. Σχέση βαθιά και μοναδική μαζί Του, και σχέσεις αγάπης και προσφοράς με τους συνανθρώπους μου. Αυτές οι σχέσεις δεν διαμορφώνονται στα ύψη μόνο, αλλά κυρίως κάτω στην κοιλάδα των πειρασμών και των προκλήσεων, όπου καλούμαστε να ζούμε με Ουράνιο Φως, ακόμα και αν μας περιβάλλουν συννεφιές ή και σκοτάδια. Ίσως, όλα τα παραπάνω εκληφθούν ως ρομαντικές θεωρητικολογίες και πράγματι θα είναι έτσι, αν ξεχάσουμε σε Ποιον Θεό πιστεύουμε, και αν προσπεράσουμε όλα όσα μας χάρισε, και επιθυμεί να μας χαρίσει στο διάβα της ζωής μας. Η ταπεινή καρδιά, που είναι σε κάθε περίπτωση πρόθυμη να μαθητεύει και να καθαρίζεται ενώπιον του Θεού, είναι το πολύτιμο έδαφος, μέσα στο οποίο μπορούν όλοι οι σπόροι του Αγίου Πνεύματος να καρποφορήσουν, και να αποδώσουν τον πολύτιμο Καρπό Του.

Λατρεμένε Θεέ μου, ομολογώ ότι δε μου είναι απλώς δύσκολο, αλλά πολλές φορές και πρακτικά αδύνατο να περπατώ μαζί Σου. Όμως, Εσύ υποσχέθηκες να μου προσφέρεις όλο Σου τον Εαυτό, για να γίνουν πραγματικότητα στη ζωή μου όλα τα Υπέροχα και όλα τα Άγια, όλα τα ξεχωριστά και Αιώνιά Σου. Αφιερώνω τον εαυτό μου με πίστη σε Σένα, και λαχταρώ να μου δώσεις τη δύναμή Σου, για να ζήσω την πιο συναρπαστική εμπειρία της ζωής μου: ΤΟ ΠΕΡΠΑΤΗΜΑ ΜΑΖΙ ΣΟΥ...

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

"ΕΝΑ ΣΟΥ ΛΕΙΠΕΙ"

«Και ενώ έβγαινε έξω στον δρόμο, κάποιος έτρεξε, και γονατίζοντας μπροστά του, τον ρωτούσε: Δάσκαλε αγαθέ, τι να κάνω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή;» Μάρκου 10:17 Ο νέος που υπέβαλε την ερώτηση αυτή ήταν ένας άρχοντας. Είχε μεγάλη περιουσία, και κατείχε υπεύθυνη θέση στην κοινωνία. Είδε την αγάπη που ο Χριστός εκδήλωσε στα παιδιά που Του έφεραν. Είδε πόσο τρυφερά τα δέχτηκε και τα πήρε στην αγκαλιά Του, και στην καρδιά Του γεννήθηκε η αγάπη για το Σωτήρα. Αισθάνθηκε την επιθυμία να γίνει μαθητής Του. Τόσο βαθιά συγκινήθηκε, που καθώς ο Χριστός έφευγε έτρεξε πίσω Του, και γονατίζοντας μπροστά Του, Του υπέβαλε με σοβαρότητα και ειλικρίνεια την ερώτηση, την τόσο σπουδαία για την ψυχή κάθε ανθρώπου: «Δάσκαλε αγαθέ, τι να κάνω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή;» Ο Χριστός του είπε: «Γιατί με λες αγαθό; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μονάχα ένας, ο Θεός.» Ο Ιησούς ήθελε να δοκιμάσει την ειλικρίνεια του άρχοντα, και να μπορέσει να καταλάβει για ποιο λόγο τον θεωρούσε αγαθό. Είχε συναίσθηση ότι Εκείνος στον οποίο μιλούσε ήταν ο Υιός του Θεού; Ποια ήταν τα πραγματικά του αισθήματα; Ο άρχοντας εκείνος υπολόγιζε πολύ στην προσωπική του δικαιοσύνη. Ουσιαστικά δεν πίστευε ότι υστερούσε σε τίποτε, και όμως δεν ήταν εντελώς ικανοποιημένος. Αισθανόταν πως κάτι του έλλειπε. Δεν θα μπορούσε άραγε ο Ιησούς να τον ευλογήσει, όπως ευλόγησε τα μικρά παιδιά, και να ικανοποιήσει αυτή την ψυχική του ανάγκη; Απαντώντας στο ερώτημα του ο Ιησούς, είπε ότι η υπακοή στις εντολές του Θεού ήταν αναγκαία, αν ήθελε να αποκτήσει την αιώνια ζωή, και ανέφερε μερικές εντολές που φανέρωναν το καθήκον του ανθρώπου προς τους συνανθρώπους του. Η απάντηση του άρχοντα ήταν καταφατική: «Δάσκαλε, όλα αυτά τα τήρησα από τη νιότη μου. Τι μου λείπει;» Ο Ιησούς κοίταξε το νέο στα μάτια σαν να διάβαζε τη ζωή του, και να ενδοσκοπούσε το χαρακτήρα του. Τον αγάπησε, και διψούσε να του δώσει εκείνη την ειρήνη, τη χάρη, και τη χαρά που θα έφερνε ριζική μεταβολή στο χαρακτήρα του. Του είπε: «Ένα σου λείπει, πήγαινε, πούλησε όσα έχεις, και δώσε στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό, και έλα, ακολούθα με, αφού σηκώσεις τον σταυρό.» Ο Χριστός ελκύστηκε από το νέο. Ήξερε ότι ο ισχυρισμός του, «όλα αυτά τα τήρησα από τη νιότη μου,» ήταν ειλικρινής. Ο Λυτρωτής λαχταρούσε να δημιουργήσει μέσα του την οξυδέρκεια, που θα τον καθιστούσε ικανό να δει την ανάγκη της καθιέρωσης της καρδιάς, και της χριστιανικής καλοσύνης. Λαχταρούσε να ιδεί μέσα του μια ταπεινή και συντριμμένη καρδιά, που θα αναγνώριζε ότι η υπέρτατη αγάπη της, έπρεπε να αποδοθεί στο Θεό, και οι ελλείψεις της να καλυφθούν από την τελειότητα του Χριστού. Στο πρόσωπο του άρχοντα εκείνου, ο Χριστός είδε την βοήθεια ακριβώς που του χρειαζόταν, αν αυτός αποφάσιζε να γίνει συνεργάτης Του στο ψυχοσωτήριο έργο Του. Αν ήθελε να καθοδηγηθεί από το Χριστό, θα καθίστατο δύναμη για το καλό. Ο άρχοντας αυτός θα μπορούσε σε μεγάλο βαθμό να αντιπροσωπεύσει το Χριστό. Επειδή είχε προτερήματα τα οποία, αν τα συνταύτιζε με το Σωτήρα, θα τον αξίωναν να γίνει δύναμη Θεού για τους ανθρώπους. Ο Χριστός τον αγάπησε για το χαρακτήρα του. Και στην καρδιά του άρχοντα ξύπνησε η αγάπη για το Χριστό, επειδή η αγάπη γεννά πάλι την αγάπη. Ο Ιησούς επιθυμούσε να τον δει να γίνει συνεργάτης Του. Λαχταρούσε να τον κάνει σαν τον Εαυτό Του, ένα καθρέφτη όπου να αντανακλάται η μορφή του Θεού. Λαχταρούσε να αναπτύξει τα υπέροχα γνωρίσματά του χαρακτήρα του, και να τον καθαγιάσει για την υπηρεσία του Κυρίου. Αν ο άρχοντας είχε τότε παραχωρήσει τον εαυτό του στο Χριστό, θα είχε αυξηθεί στην ατμόσφαιρα της παρουσίας Του. Αν είχε κάνει αυτή την εκλογή, πόσο διαφορετικό θα ήταν το μέλλον του! «Ένα σου λείπει,» είπε ο Ιησούς. «Πήγαινε, πούλησε όσα έχεις, και δώσε στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό, και έλα, ακολούθα με.» Ο Χριστός διάβαζε την καρδιά του νεαρού άρχοντα. Μόνο ένα πράγμα του έλλειπε, αλλά αυτό ήταν ζωτικής σημασίας. Χρειαζόταν την αγάπη του Θεού στην ψυχή. Η έλλειψη εκείνη αν δεν την αναπλήρωνε, θα απέβαινε μοιραία γι’ αυτόν. Όλη του η υπόσταση θα αλλοιώνονταν. Με την εντρύφηση, ο εγωισμός θα αυξάνονταν. Για να μπορέσει να δεχθεί την αγάπη του Θεού, έπρεπε η υπέρτατη φιλαυτία να παραχωρηθεί. Ο Χριστός δοκίμασε τον άνθρωπο αυτόν. Τον κάλεσε να διαλέξει ανάμεσα στον ουράνιο θησαυρό και στο επίγειο μεγαλείο. Μπορούσε να εξασφαλίσει τον ουράνιο θησαυρό αν ακολουθούσε το Χριστό. Αλλά, το εγώ έπρεπε να παραχωρηθεί. Η θέλησή του έπρεπε να υποβληθεί στον έλεγχο του Χριστού. Η αγιοσύνη αυτού του ίδιου του Θεού, προσφερόταν στο νεαρό άρχοντα. Είχε το προνόμιο να γίνει γιος του Θεού, και συγκληρονόμος του Χριστού, στον ουράνιο θησαυρό. Έπρεπε όμως να σηκώσει το σταυρό, και να ακολουθήσει το Σωτήρα στο μονοπάτι της αυταπάρνησης. Για τον άρχοντα τα λόγια του Χριστού ισοδυναμούσαν πράγματι με την πρόσκληση: «Διαλέξτε σήμερα ποιον θέλετε να λατρεύετε» Ιησούς του Ναυή 24:15. Η εκλογή ανήκε σ’ αυτόν. Ο Ιησούς λαχταρούσε για την πνευματική μεταλλαγή του. Του έδειξε το τρωτό σημείο του χαρακτήρα του, και με τι μεγάλο ενδιαφέρον παρακολουθούσε την έκβαση της υπόθεσης, καθώς ο νέος ζύγιζε τα πράγματα! Αν αποφάσιζε να ακολουθήσει το Χριστό, έπρεπε να υπακούσει στα λόγια Του για το κάθε τι. Έπρεπε να εγκαταλείψει τα φιλόδοξα σχέδια του. Με τι βαθιά και εναγώνια λαχτάρα. Με την ψυχική δίψα ο Ιησούς, παρακολουθούσε το νέο, με την ελπίδα ότι θα δεχόταν την πρόσκληση του Πνεύματος του Θεού! Ο Χριστός υπέδειξε τους μοναδικούς όρους, που θα έφερναν τον άρχοντα στη θέση όπου θα τελειοποιούσε ένα χριστιανικό χαρακτήρα. Τα λόγια του ήταν λόγια σοφά, παρόλο που μπορεί να ηχούσαν κάπως αυστηρά και απαιτητικά. Η μόνη ελπίδα σωτηρίας για τον άρχοντα, ήταν να αποδεχθεί και να συμμορφωθεί με αυτά. Η υψηλή κοινωνική του θέση και η περιουσία του, ασκούσαν στο χαρακτήρα του μια ανεπαίσθητη επιρροή προς το κακό. Υποθαλπόμενα τα δύο αυτά, θα παραγκώνιζαν το Θεό από την καρδιά του. Είτε λίγο είτε πολύ κατακρατούσε από το Θεό, κατακρατούσε εκείνο που μείωνε την ηθική του δύναμη και αποδοτικότητα. Επειδή όταν ενδόμυχα υποθάλπονται τα πράγματα αυτού του κόσμου, όσο ασταθή και ανάξια μπορεί να είναι, καταλήγουν στο να απορροφούν τα πάντα. Ο άρχοντας κατάλαβε αμέσως τη σημασία των λόγων του Χριστού, και λυπήθηκε. Αν είχε συνειδητοποιήσει την αξία του προσφερόμενου δώρου, αμέσως θα είχε καταταγεί με τους μαθητές του Χριστού. Ήταν μέλος του τιμητικού Συμβουλίου των Ιουδαίων, και ο σατανάς τον πείραζε με δελεαστικές προοπτικές για το μέλλον. Ήθελε τον ουράνιο θησαυρό, αλλά ήθελε και τις επίγειες απολαβές που του απέδιδαν τα πλούτη του. Λυπόταν που υπήρχαν τέτοιοι όροι. Επιθυμούσε την αιώνια ζωή, χωρίς να θέλει να υποβληθεί στην απαιτούμενη θυσία. Το κόστος της αιώνιας ζωής του φαινόταν υπερβολικό, και «αναχώρησε λυπημένος, επειδή, είχε κτήματα πολλά.» Ο ισχυρισμός του ότι φύλαξε το νόμο του Θεού, δεν ήταν σωστός. Έδειξε ότι τα πλούτη του ήταν το είδωλό του. Δεν μπορούσε να τηρεί τις εντολές του Θεού, αφού ο κόσμος κατείχε την πρώτη θέση στην καρδιά του. Αγαπούσε τα δώρα του Θεού περισσότερο από ότι αγαπούσε το Δωρητή. Ο Χριστός είχε προσφέρει στο νέο τη συντροφιά Του. ‘Ακολούθα με’, του είπε. Αλλά γι’ αυτόν ο Σωτήρας δεν είχε τόση σημασία, όση είχε το όνομά του μεταξύ των ανθρώπων, και η περιουσία του. Να αρνηθεί τα επίγεια πλούτη του, πράγματα ορατά χειροπιαστά, για τον αόρατο ουράνιο θησαυρό, το θεωρούσε πολύ ριψοκίνδυνο. Αρνήθηκε την προσφορά της αιώνιας ζωής, και απομακρύνθηκε. Από τότε ο κόσμος έγινε το αντικείμενο της λατρείας του. Χιλιάδες περνούν από αυτή τη δοκιμή, ζυγίζοντας τον Χριστό με τον κόσμο, και πολλοί προτιμούν τον κόσμο. Όπως ο νεαρός άρχοντας, απομακρύνονται και αυτοί από το Σωτήρα, λέγοντας μέσα τους: "Δεν θέλουμε τον άνθρωπον αυτόν να άρχη εφ’ υμάς". Η συμπεριφορά του Χριστού προς το νέο, αποτελεί παράδειγμα για μας. Ο θεός μας έδωσε τον κανόνα της συμπεριφοράς, τον οποίο κάθε δούλος Του οφείλει να ακολουθεί. Πρόκειται για την υπακοή στον νόμο Του, όχι απλώς μια κατ’ εντολή υπακοή, αλλά μια υπακοή που εισχωρεί στη ζωή, και εκδηλώνεται με το χαρακτήρα. Ο Θεός έθεσε το δικό Του πρότυπο του χαρακτήρα, για όσους θέλουν να γίνουν υπήκοοι της βασιλείας Του. Μόνο εκείνοι που επιθυμούν να γίνουν συνεργάτες του Χριστού, μόνο εκείνοι που θα πουν: "Κύριε ότι είμαι και ότι έχω είναι δικό Σου", εκείνοι μόνο θα αναγνωριστούν σαν γιοι και θυγατέρες του Θεού. Όλους θα πρέπει να τους απασχολεί η σκέψη τι σημαίνει να επιθυμούν τον ουρανό, και μολαταύτα να τον αποστρέφονται εξ αιτίας των επιβαλλόμενων όρων. Σκεφθείτε τι σημαίνει να πείτε ‘όχι’ στο Χριστό. Ο άρχοντας είπε: όχι δεν μπορώ να Σου τα δώσω όλα. Μήπως λέμε και εμείς το ίδιο; Ο Σωτήρας προθυμοποιείται να συμμερισθεί μαζί μας το έργο που ο Θεός μας έχει αναθέσει να κάνουμε. Προσφέρεται να χρησιμοποιήσει τα μέσα που ο Θεός μας έχει δώσει, για να συνεχίσει το έργο Του στον κόσμο. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να μας σώσει. Τα περιουσιακά του αγαθά έχουν χορηγηθεί στον άρχοντα αυτόν, για να αποδείξει ότι ήταν πιστός οικονόμος. Έπρεπε να τα διαθέσει για να γίνουν ευλογία σ’ εκείνους που είχαν ανάγκη. Έτσι και τώρα ο Θεός εμπιστεύεται στους ανθρώπους υλικά αγαθά, τάλαντα και διάφορες ευκαιρίες για να καταστούν αυτοί όργανά Του στο να βοηθούν τους φτωχούς, και τους πάσχοντες. Εκείνος που χρησιμοποιεί τα εμπιστευμένα σ’ αυτόν δώρα ακολουθώντας το σχέδιο του Θεού, γίνεται συνεργάτης του Σωτήρα. Κερδίζει ψυχές για το Χριστό, επειδή αντιπροσωπεύει το χαρακτήρα Του. Για αυτούς που, όπως ο νεαρός άρχοντας κατέχουν υψηλές εμπιστευτικές θέσεις και υπάρχοντα, ίσως φαίνεται υπερβολική η θυσία να παραχωρήσουν όλα για να ακολουθήσουν το Χριστό. Πλην όμως αυτός είναι ο γενικός κανόνας συμπεριφοράς για όλους όσους θέλουν να γίνουν μαθητές Του. Τίποτε δεν μπορεί να αντικαταστήσει την υπακοή. Η παραχώρηση του εγώ, αποτελεί την ουσία της διδασκαλίας του Χριστού. Συχνά φαίνεται επιτακτική και σε γλώσσα που μοιάζει αυταρχική. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να σωθεί ο άνθρωπος, παρά μόνο αν αποκοπεί από τα πράγματα εκείνα από τα οποία, αν δεν απαλλαγεί, θα διαφθαρεί όλη η ύπαρξή του. Όταν οι πιστοί του Χριστού επιστρέφουν στον Κύριο ότι του ανήκει, επισωρεύουν θησαυρούς, οι οποίοι θα τους δοθούν όταν ακούσουν τα λόγια: "Εύγε δούλε αγαθέ, και πιστέ,.. μπες μέσα στη χαρά του Κυρίου σου", "ο Οποίος, υπέφερε σταυρό, καταφρονώντας τη ντροπή, και κάθησε στα δεξιά του θρόνου του Θεού". Ματθ. 25:23, Εβρ. 12:2. Η χαρά για τις λυτρωμένες, ψυχές στην αιωνιότητα, είναι η ανταμοιβή όλων όσων βάδισαν στα ίχνη Εκείνου που τους είπε: "Ακολούθα με"...

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

Η Ύψιστη Ανάβαση.

«Ο Θεός δοκίμασε τον Αβραάμ, και του είπε: Αβραάμ∙ κι εκείνος είπε: Εδώ είμαι. Και είπε: Πάρε τώρα τον γιο σου τον μονογενή, που αγάπησες, τον Ισαάκ, και πήγαινε στον τόπο Μοριά, και πρόσφερέ τον εκεί σε ολοκαύτωμα επάνω σε ένα από τα βουνά, που θα σου πω». Γένεση 22:1,2.

Η συγκεκριμένη ιστορία της Γένεσης, με μια πρώτη ανάγνωση σοκάρει τον μελετητή ως προς τα πρώτα δύο εδάφια, τον φορτίζει με αγωνία ως προς την εξέλιξή της, και τον συνεπαίρνει ως προς την κατάληξή της, ακριβώς γιατί αποδεικνύει το βάθος της πίστης του Αβραάμ, και το ανεξιχνίαστο Μεγαλείο του Χαρακτήρα του Θεού. Χρόνια ολόκληρα ο Αβραάμ περίμενε την εκπλήρωση της Υπόσχεσης του Θεού, ότι από το σπέρμα του θα εξέλθει κληρονόμος. Όσο τα χρόνια περνούσαν και τίποτα δε συνέβαινε που θα μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα, τόσο και πιο ανέφικτη φάνταζε η εκπλήρωση. Όμως, ο Λόγος του Θεού δεν επιστρέφει ποτέ κενός, και στην ορισμένη από τον Θεό ώρα, δόθηκε στον Αβραάμ ο πολυπόθητος γιος από τη σύζυγό του Σάρρα, ενώ και οι δύο ήταν σε πολύ προχωρημένη ηλικία. Ο γιος της Επαγγελίας μεγάλωνε με χάρη, και τίποτα δε φαινόταν να ταράζει την οικογενειακή γαλήνη. Ακόμα και το θέμα του γιου του Αβραάμ, Ισμαήλ, από τη δούλη του Άγαρ, είχε ρυθμιστεί από τη φροντίδα και φιλευσπλαχνία του Θεού, και έτσι ο Ισαάκ έμενε στο σπίτι ως ο νόμιμος και αδιαφιλονίκητος κληρονόμος. Και ενώ όλα ήταν τόσο ήρεμα και ελεγχόμενα, η φωνή του Θεού πέφτει σαν μαχαιριά μέσα στην καρδιά του Αβραάμ: «θα πάρεις το γιο σου τον μονογενή, τον γιο σου που αγάπησες…. ξέρεις για ποιον μιλώ…. εννοώ τον Ισαάκ και θα τον προσφέρεις θυσία για Μένα…».

Δεν υπάρχουν λόγια άξια να περιγράψουν την οδύνη που κατέκλυσε την ψυχή του δύστυχου πατέρα. Εκείνο ακριβώς το τέκνο για το οποίο υπήρχαν τόσες προσευχές και τόση προσδοκία, εκείνο ακριβώς το τέκνο, που έφερε τόση χαρά στους γονείς του, ύστερα από τα πικρά χρόνια της ατεκνίας τους, εκείνος ακριβώς ο μονάκριβος και πολυαγαπημένος, έπρεπε να θυσιαστεί στον Θεό. Δεν υπάρχουν εξηγήσεις, δικαιολογίες ή έστω μια παρήγορη κουβέντα από τον Θεό. Η Εντολή Του είναι ρητή και κατηγορηματική. Η απαίτηση της θυσίας είναι πέρα για πέρα αμείλικτη, άδικη και ακατανόητη. Εκτός αυτού, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο Αβραάμ δε ζούσε στα χρόνια του Χριστού, ή στα χρόνια μετά από Αυτόν. Δεν είχε δει την Ανάσταση του Λαζάρου ή δεν είχε ζήσει το Μεγαλείο της Ανάστασης του Σωτήρα. Δεν είχε κάτι το χειροπιαστό, για να κρατηθεί και να αντέξει σε αυτή τη μέγιστη δοκιμασία. Δεν είχε τίποτα το λογικά αναμενόμενο, όπως μια άλλη παρόμοια εμπειρία στη ζωή ενός συγγενή, φίλου ή γνωστού του, κατά την οποία ο Θεός ζήτησε κάτι ανάλογο, και στο τέλος επενέβη και δε συνέβη τίποτα το δυσάρεστο.

Όχι, ο Αβραάμ δε στηρίχθηκε σε τίποτα το λογικό, για να ελπίσει και να λάβει δύναμη η καρδιά του. Εκείνες τις τραγικές στιγμές, που έπρεπε να λάβει την απόφαση της υπακοής ή της ανυπακοής, δεν είχε τίποτα απολύτως το ελπιδοφόρο, εκτός από την επιλογή να επιδείξει υπέρλογη πίστη. Και απέναντι σε αυτή την προοπτική, επέλεξε να σταθεί κρατώντας γερά το χέρι του Θεού, ακόμα και αν το σχέδιό Του φαινόταν ανείπωτα σκληρό. Επέλεξε να κρατήσει αυτό το χέρι με πίστη και εμπιστοσύνη ότι το Θεϊκό Βλέμμα ακόμα και σε αυτή τη σκοτεινή ώρα, που τίποτα δε φαινόταν παρήγορο και ευοίωνο, έβλεπε κάτι που το ανθρώπινο μάτι δεν μπορούσε να δει ή να σταθμίσει. Η θυσία που του ζητήθηκε διεκπεραιώθηκε πρώτα στη θέληση, πριν αποφασίσει να ανέβει στο όρος. Προξενεί τόση εντύπωση στην καρδιά του μελετητή ότι ο πατέρας που τόσο αγαπούσε το τέκνο του, δεν προφέρει ούτε μια τόση δα αντίρρηση στον Θεό. Δε διαπραγματεύεται, δεν προσφέρει ανταλλάγματα. Απλώς υπακούει με θαυμαστή ταπείνωση και απλότητα, ακόμα και αν η καρδιά του είναι κατατσακισμένη από τη θλίψη.

Ένας άλλος πατέρας, πολλά χρόνια μετά τον Αβραάμ, προσήλθε στον Ιησού Χριστό με απόγνωση, ζητώντας τη θεραπεία της πολυαγαπημένης του κόρης. Ήταν ο αρχισυνάγωγος Ιάειρος, που απελπισμένος και περίλυπος ζήτησε από τον Ιησού να θεραπεύσει την κόρη του που ψυχορραγούσε. Ασφαλώς και ο Ιάειρος είχε πίστη στον Χριστό, αλλιώς δε θα απευθυνόταν σε Αυτόν. Ωστόσο, συγκρίνοντας αυτές τις δύο περικοπές, λαμβάνουμε τόσο σημαντικά μαθήματα για το χαρακτήρα της γνήσιας πίστης. Ο Ιάειρος είχε την πίστη που τον ώθησε να σώσει το παιδί του, ενώ ο Αβραάμ είχε την πίστη που όπλισε την καρδιά του με δύναμη, για να θυσιάσει το παιδί του. Και οι δύο άντρες είχαν πίστη, άλλος μικρότερη και άλλος μεγαλύτερη, όπως συμβαίνει με όλους τους χριστιανούς. Εκείνο στο οποίο αξίζει να εστιάσουμε την προσοχή μας, είναι ότι ο Θεός δεν κατακρίνει το βαθμό της ελλιπούς πίστης, καθώς ο Ίδιος μας λέει ότι έστω και πίστη σαν κόκκος σινάπεως είναι ευάρεστη, καθώς, αν εμείς θελήσουμε να την καταθέσουμε σε Αυτόν, Εκείνος είναι Πρόθυμος να εργαστεί μαζί της, και να την αυξήσει.

Ο Θεός, αντιμετωπίζοντας αυτούς τους δύο ανθρώπους ως ξεχωριστές προσωπικότητες, εργάζεται για τον καθαρισμό της πίστης τους, επιλέγοντας την ανάλογη δοκιμασία. Ο Ιάειρος κλήθηκε να πιστέψει ότι ο Χριστός μπορούσε ακόμα και στο νεκρό σώμα της κόρης του να δώσει ζωή. Ωστόσο, στη δοκιμασία του τον στήριξε ο Λόγος του Χριστού: «Μη φοβάσαι∙ μόνον πίστευε και θα σωθεί». Λουκάς 8: 50. Ο Αβραάμ από την άλλη, δεν είχε καμία φιλεύσπλαχνη διαβεβαίωση από τον Θεό του τύπου: «Mη φοβάσαι, ανέβα στο όρος και εκεί θα δεις το Μεγαλείο Μου». Ο Θεός αποφάσισε να δοκιμάσει την πίστη του, επιλέγοντας ένα τελείως διαφορετικό σκηνικό από εκείνο του Ιάειρου: τον δοκίμασε στη σιωπή και στη φαινομενική σκληρότητα εκ Μέρους Του. Τον δοκίμασε στην απόλυτη έλλειψη της κατανόησης του σχεδίου και του Θελήματός Του. Ο Αβραάμ επειδή επέλεξε να σταθεί και να πιστέψει στην Αγάπη και των αλάνθαστων Σχεδίων του Θεού, ακόμα και αν έσφιγγε την ψυχή του βαθύ σκοτάδι, ονομάστηκε δικαιολογημένα πατέρας της πίστης. Καθώς διαβάζεις συγκριτικά αυτές τις δύο περικοπές, αξίζει να συλλογιστείς πάνω στους τρόπους που ο Θεός επιλέγει να εργαστεί με τον καθένα μας προσωπικά. Δε μας δοκιμάζει παραπάνω από τη δύναμή μας, αλλά είναι αποφασισμένος να καθαρίσει την πίστη μας, και να την κάνει λαμπερή σαν ατόφιο χρυσάφι.

Διαβάζοντας όλο το εικοστό δεύτερο κεφάλαιο της Γένεσης, που είναι αφιερωμένο σε αυτή τη δοκιμασία του Αβραάμ, νιώθεις σαν να ακολουθείς τον πονεμένο πατέρα σε κάθε βήμα που κάνει, καθώς ελεύθερα έχει επιλέξει να ανέβει στο όρος και να υπακούσει στον Θεό. Το κείμενο δε δίνει απολύτως καμία πληροφορία για τα συναισθήματα του Αβραάμ, όμως ο μελετητής σε κάθε κίνησή του, αισθάνεται μέσα του την απερίγραπτη οδύνη του πατέρα. Έχει αποφασίσει να ακούσει τη Φωνή του Θεού, όμως αυτό δεν ακυρώνει τον πόνο. Τον παρακολουθούμε να σαμαρώνει το γαϊδουράκι, να παίρνει μαζί του τον μονάκριβο γιο του και δύο δούλους, να υψώνει τα μάτια του προς το όρος όπου θα γινόταν η θυσία (ανείπωτος ο πόνος που στάζει από εκείνα τα μάτια), να παίρνει τα ξύλα της ολοκαύτωσης, να ανταλλάσσει λίγες μα τόσο τρυφερές κουβέντες με τον πολυαγαπημένο Ισαάκ, να πραγματοποιεί εκείνη την επώδυνη ανάβαση στο όρος της θυσίας, ανάβαση που είναι η σταύρωσή του, αλλά θα σφραγιστεί με την ανάστασή του.

Ένα άλλο Πρόσωπο, χιλιάδες χρόνια μετά, έλαβε την απόφαση να ανεβεί στο δικό Του Όρος της Ύψιστης Δοκιμασίας. Επέλεξε, αν και τόσο Αθώο, τόσο Άμεμπτο και τόσο Δίκαιο, να πορευτεί με νικηφόρα Πίστη, και απέραντη Αγάπη στο Γολγοθά το Δικό Του, που δε συγκρίνεται με το Γολγοθά της δοκιμασίας κανενός ανθρώπου. Είναι ο Σωτήρας σου και Σωτήρας μου, ο Σωτήρας του κόσμου Ιησούς Χριστός, που διήλθε νικηφόρα μέσα από το πιο καυτό καμίνι δοκιμασίας, καμίνι τόσο φρικτό και τόσο οδυνηρό, που δε θα γνωρίσει κανένας άνθρωπος από καταβολής κόσμου. Ο Αβραάμ, λαμβάνοντας την απόφαση να ανέβει στο όρος και να θυσιάσει ότι πιο πολύτιμο είχε, προεικόνιζε την Αγάπη του Θεού Πατέρα μας, και χωρίς να το αντιλαμβάνεται τότε γινόταν τύπος των πιστών όλων των εποχών, που καλούνται στη ζωή τους να ανέβουν στο όρος της προσωπικής τους δοκιμασίας. Αξίζει, όμως να προσέξεις το εξής. Η πραγματοποίηση της ανάβασης, τελικά δε συνέτριψε την καρδιά του Αβραάμ. Του αποκάλυψε το Μεγαλείο της Πανάγαθης Φύσης του Θεού με τρόπο που ποτέ πιο πριν δεν είχε γνωρίσει. Το κομβικό σημείο σε όλη αυτή τη δοκιμασία δεν ήταν απλώς η απόφαση να Αβραάμ να ανέβει στο όρος, καθώς ακόμα και αν συνέβη αυτό, θα μπορούσε να λιγοψυχήσει πάνω στο όρος. Όμως, αυτό δεν έγινε και η πίστη του ότι ο Θεός είναι απείρως πιο αγαθός από αυτό που μπορούσε να αντιληφθεί, του έδωσε τη δύναμη να υψώσει το μαχαίρι. Αυτή η στιγμή είναι η κορυφαία στη δοκιμασία του. Ύψωσε το μαχαίρι, όχι με χαρά, ούτε με την παρηγοριά πως κάτι καλύτερο θα έλθει στη ζωή του, ακριβώς γιατί για αυτόν ο Ισαάκ ήταν ότι το καλύτερο, ότι το πιο ξεχωριστό ανάμεσα στα ανθρώπινα. Και αυτό το ακριβό και αγαπημένο έπρεπε να τo θυσιάσει, επιδεικνύοντας πίστη και εμπιστοσύνη στον Θεό μέχρι τέλους, ακόμα και αν η καρδιά του ήταν καταξεσκισμένη από τον πόνο.

Παρακολούθησε αυτό τον ήρωα πατέρα, που μέσα στο μέγιστο σπαραγμό του επιλέγει να αποδώσει περισσότερη τιμή στον Θεό που του έδωσε αυτό το παιδί, ακόμα και αν γνώριζε τόσο καλά ότι η στέρηση του αγαπημένου τέκνου του θα ήταν για αυτόν αβάσταχτη. Μεταφέρσου νοερά σε εκείνη την τόσο μοναδική στιγμή, και προσπάθησε να διαβάσεις όλα όσα ξεχειλίζουν από τα μάτια του ανθρώπου που τολμά να υψώσει το μαχαίρι. Δεν υπάρχουν λόγια άξια να αποδώσουν το μεγαλείο της πίστης που προμηθεύει ο Θεός σε έναν άνθρωπο, που είναι απόλυτα αποφασισμένος να σταθεί για τον Θεό που πιστεύει και λατρεύει, ακόμα και αν νιώθει τα πόδια του παγωμένα. Το μαχαίρι υψώθηκε, και το χέρι εκείνο το κρατούσε η δύναμη της απόφασης του ανθρώπου να υπακούσει στον Δημιουργό του, και η ισχύς που ο Θεός προμήθευε ασταμάτητα στον πιστό του δούλο, καθώς ο Ίδιος δεν είχε πάψει στιγμή να εργάζεται για τον καθαρισμό της πίστης του Αβραάμ. Όμως, το μαχαίρι δε βάφτηκε με αίμα. Η Φωνή του Θεού εκφράστηκε την καίρια στιγμή, και ο Λόγος Του ήταν Λόγος απερίγραπτης ανακούφισης, και ευλογημένης επιβράβευσης: «Μη επιβάλεις το χέρι σου πάνω στο παιδάκι, και μη του κάνεις τίποτε∙ επειδή, τώρα γνώρισα ότι εσύ φοβάσαι τον Θεό, δεδομένου ότι δεν λυπήθηκες τον γιο σου τον μονογενή για μένα». Και λίγο πιο μετά ο άγγελος του Κυρίου μίλησε για δεύτερη φορά και είπε: «Ορκίστηκα στον εαυτό μου, λέει ο Κύριος, ότι, επειδή έπραξες αυτό το πράγμα και δε λυπήθηκες τον γιο σου, τον μονογενή σου, ότι εξάπαντος θα σε ευλογήσω, και εξάπαντος θα πληθύνω το σπέρμα σου σαν τα αστέρια του ουρανού, και σαν την άμμο που είναι κοντά στο χείλος της θαλάσσης∙ και το σπέρμα σου θα κυριεύσει τις πύλες των εχθρών σου∙ και διαμέσου του σπέρματός σου θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης, επειδή υπάκουσες στη φωνή μου». Γένεση 22:12, 15-19.

Ίσως, ζεις και εσύ σε κάποια περίοδο της ζωής σου, κατά την οποία δοκιμάζεσαι σκληρά, και νιώθεις μέσα σου την ώθηση από το Άγιο Πνεύμα να σηκώσεις το μαχαίρι απέναντι σε καταστάσεις και σχέσεις. Σηκώνω το μαχαίρι δε σημαίνει εχθρεύομαι, μισώ ή πληγώνω τον άλλο, αλλά στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει πως γίνομαι πρόθυμος να προσφέρω θυσία στον Θεό όλα τα πολύτιμα της ζωής μου, εμπιστευόμενος/η μέχρι την τελευταία στάλα του το Αγαθό Θέλημά Του. Ίσως, και εσύ καλείσαι να ζήσεις στην πράξη αυτό που πιστεύεις στη θεωρία, δηλαδή ότι ο Θεός είναι για σένα απείρως πιο σημαντικός από όλα τα αγαθά, και τις ευλογίες που υπάρχουν στη ζωή σου. Αν αυτή είναι η πραγματικότητα της ζωής σου αυτό το διάστημα, σίγουρα ο πόνος, η θλίψη και τα ερωτηματικά σφυροκοπούν ανελέητα τις αντοχές σου. Όμως, μην αποκάμεις, μη λυγίζεις και μην επιτρέπεις στον εχθρό να σε εμποτίζει με αρνητικές σκέψεις, και να λεηλατεί το συναισθηματισμό σου. Η Βίβλος είναι γεμάτη από ιστορίες ανθρώπων που επέλεξαν να τιμήσουν με την πίστη τους τον Θεό, και δεν ευλογήθηκαν απλώς. Υπερ – ευλογήθηκαν με την ενίσχυση της πίστης τους, και τη βαθύτερη κατανόηση του Χαρακτήρα του Θεού. Ίσως, πιστεύεις ότι ο Θεός είναι απλώς μακριά σου και ανεξήγητα σιωπηλός στις μέγιστες ανάγκες της ψυχής σου. Θυμήσου ότι αυτή είναι η κορυφαία δοκιμασία στη ζωή ενός πιστού: η απόφαση να συνεχίζει να λατρεύει και ακόμα περισσότερο να δοξάζει τον Θεό στο σκοτεινό και έρημο τοπίο της ζωής του, πριν ακόμα δει το αίσιο τέλος της δοκιμασίας του.

Το εικοστό δεύτερο κεφάλαιο της Γένεσης, που καταγράφει την πιο σκληρή δοκιμασία στη ζωή του Αβραάμ, ξεκίνησε με τρόπο σκοτεινό και ακατανόητο, σε τόσο και τέτοιο βαθμό, που κανείς δε θα περίμενε να ολοκληρωθεί με τόση ευλογία. Και στο δικό σου βιβλίο της ζωής, ίσως οι σελίδες που γράφονται τώρα σε καταπικραίνουν και σε πληγώνουν ανελέητα. Όμως, να μην ξεχάσεις ποτέ ότι τον τελευταίο λόγο τον έχει πάντα ο Θεός, και τίποτα δεν ξεφεύγει από τον έλεγχο και την Κυριαρχία Του για όλα τα παιδιά Του. Ακόμα και αν εσύ χρειαστεί να σηκώσεις το μαχαίρι, ακόμα και αν αισθάνεσαι το χέρι σου θρυμματισμένο και διαλυμένο από τον πόνο, θυμήσου ότι το υποστηρίζει η Δύναμη του Θεού που ρέει μέσα σου, επειδή Εκείνος γνωρίζει την καρδιά σου, και σε κραταιώνει για να σταθείς για τη Δόξα Του. Τα λόγια του Ιησού στο Ευαγγέλιο του Λουκά 9:24, «Επειδή, όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, θα τη χάσει∙ και όποιος χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου, αυτός θα τη σώσει. Επειδή, τι ωφελείται ο άνθρωπος αν κερδήσει ολόκληρο τον κόσμο, χάσει όμως τον εαυτό του ή ζημιωθεί;» Αξίζει να είναι η πυξίδα της ζωής σου κάθε φορά που νιώθεις τα κύματα των δοκιμασιών να σε πνίγουν. Η μέγιστη προτεραιότητα είναι η σωτηρία της ψυχής, και γι αυτό ο Ιησούς έδωσε τα πάντα, αλλάζοντας μια για πάντα την ιστορία του κόσμου μας, και δίνοντας νόημα σε όλους τους πόνους της ζωής μας. Έτσι, όταν εσύ σηκώνεις το μαχαίρι, να είσαι σίγουρος/η ότι η Δύναμή Του σε φρουρεί, το Έλεός Του σε παρηγορεί, η Χάρη Του κατεργάζεται σχέδια ευλογίας, και η υπόσχεσή Του σε οδηγεί στον πολυπόθητο τόπο της ανάπαυσης, και της έκβασης της δοκιμασίας σου. Ας έχει Δόξα το Λατρεμένο Του Όνομα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν...