Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

Στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών.

Το μνημείο
Η ώρα είχε ήδη πάει 17:30 και όλα έδειχναν πως δεν θα είναι μία τυπική εφημερία. Τα ασθενοφόρα είχαν ήδη φθάσει πιο πολλές φορές από το συνηθισμένο μέχρι την είσοδο του νοσοκομείου μας, και οι τέσσερις γιατροί της εφημερίας ελπίζαμε πως θα μεσολαβούσε λίγη ώρα ακόμα μέχρι το επόμενο κύμα διακομιδών.

Ήταν η ώρα που θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε με τους ασθενείς που είχαν έρθει μόνοι τους, ή τους είχε φέρει κάποιος δικός τους, και να μειώσουμε έτσι τον ήδη μεγάλο αριθμό αναμονής για εξέταση. Όσο όμως και αν προσπαθούσαμε το ξέραμε πως η ηρεμία και η ησυχία δεν θα έρθουν, παρά μόνο στο τέλος της βάρδιας. Αν και τις περισσότερες φορές χρειάζεται να περάσουν αρκετές ώρες από αυτήν.

Για ακόμη μία φορά, και όπως αποδείχθηκε δεν ήταν η τελευταία, ο αναλυτής αερίων αίματος στο ΤΕΠ ήταν εκτός λειτουργίας. Το χειρόγραφο σημείωμα έγραφε «ΒΛΑΒΗ». Η προϊσταμένη τα ’ριξε στην οικονομική κρίση, αν και μάλλον κάποια ανευθυνότητα πρέπει να έπαιξε και εδώ το ρόλο της.
«Πάρα πολύ ωραία,» σκέφτηκα, «τουλάχιστον καθώς θα ανεβοκατεβαίνω μεταξύ ισογείου και 3ου θα μπορώ να αποφασίσω ποια από τις τρεις φταίει περισσότερο. Η Βλάβη, η Κρίση ή η Ανευθυνότητα;»

Με το μυαλό θολωμένο από το πλήθος των περιστατικών της εφημερίας αλλά και το βαρύ και φορτωμένο 8ωρο που προηγήθηκε στην κλινική, το να μη χρειάζεται να κάνεις τίποτα περισσότερο από το να περπατάς σε διαδρόμους ή να ανεβοκατεβαίνεις σκάλες, ίσως τελικά είναι και κάτι σαν διάλειμμα. Χαμογέλασα και συνέχισα το βιαστικό μου περπάτημα, προσπαθώντας να διατηρήσω την κεκτημένη ταχύτητα που μου εξασφάλισαν οι προηγούμενες ώρες δουλειάς, και που θα με κρατούσε σε εγρήγορση για αυτές που απομένουν.

Σε μια από αυτές τις «διαδρομές» μου, την είδα για πρώτη φορά, στην αρχή με την άκρη του ματιού μου μόνο. Ταλαιπωρημένη, με ρούχα σκισμένα και βρώμικα, καθόταν κουλουριασμένη πάνω σε μια καρέκλα, απέναντι από το Γραφείο Κίνησης. Μετά από λίγα λεπτά ένα φορείο που έσπρωχνε βίαια ένας τραυματιοφορέας την έφερε σε μας.

Το πρόσωπό της ήταν νεανικό αλλά ταλαιπωρημένο, και το γκρίζο της σκόνης είχε γίνει λάσπη και λέρωνε το λευκό δέρμα της. Πρέπει να έκλαιγε πριν λίγο, όμως τα δάκρυα αντί να ξεπλύνουν τον πόνο, προσέδωσαν μία ακόμα νότα εγκατάλειψης στο κουρασμένο και αρρωστημένα αδυνατισμένο της σώμα. Τα ξανθά της μαλλιά και τα ανοιχτόχρωμα μάτια, της μαρτυρούσαν πως σαν παιδί θα ήταν αληθινά χαριτωμένη. Πόσες ελπίδες, πόσες προσδοκίες, πόσο καμάρι από τους γονείς της για τη μικρή τους πριγκίπισσα…

Ίσως όμως και όχι. Ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Ίσως να ήταν δύσκολα τα παιδικά της χρόνια. Χωρίς γονείς, χωρίς κάποιον δίπλα της να γνοιαστεί, να την προστατέψει, να την προειδοποιήσει, να την συγκρατήσει, να αγωνιστεί και να παλέψει ακόμα, με αυτόν που ήθελε μαζί με την ψυχή της να σκοτώσει και το σώμα της. Ίσως να έζησε μέχρι τώρα χωρίς όλα αυτά που εμείς θεωρούμε δεδομένα στη ζωή μας.

Στα Επείγοντα, λίγα είναι αυτά που μπορούν πραγματικά να σε σοκάρουν και να σε συγκινήσουν. Τόσα προβλήματα, τόσα αδιέξοδα, τόσα ερεθίσματα, αλλά δεν υπάρχει χρόνος για συναισθηματισμούς, ούτε χώρος για πολλή σκέψη.

Με ένα βάρος στην καρδιά την πλησίασα και την ρώτησα το όνομά της, την ηλικία της, και γιατί είχε έρθει στο νοσοκομείο. Με τρεμάμενη φωνή μου είπε τα στοιχεία της, και μου έδωσε να καταλάβω πως δεν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος, που βρισκόταν ξαπλωμένη πάνω σε ένα κρύο φορείο εκτεθειμένη, και ανυπεράσπιστη στα εξεταστικά και επικριτικά βλέμματα των γύρω της.
Ήταν μόλις 19 χρονών.

Έτσι συμβαίνει με αυτές τις περιπτώσεις. Κάποιος τους φέρνει και τους αφήνει στην είσοδο του εφημερεύοντος νοσοκομείου, κάποιος ειδοποιεί την αστυνομία, γιατί λιπόθυμοι κλείνουν την είσοδο κάποιας πολυκατοικίας, κάποιοι ίσως έρχονται από μόνοι τους αναζητώντας βοήθεια, για να βγάλουν μια ακόμα δύσκολη νύχτα.

«Έχω ηπατίτιδα και AIDS…», προσπάθησε να με προειδοποιήσει. Την κοίταξα στα μάτια και ξεκίνησα να την εξετάσω.
Η θερμοκρασία της ήταν φυσιολογική, δεν έδειχνε να πονάει κάπου, και το οξύμετρο φανέρωσε μια άψογη αναπνευστική λειτουργία. Καθώς της έπαιρνα την πίεση, οι μελανιές και τα σημάδια από τρυπήματα, παλιά και καινούργια, απάντησαν και στα τελευταία ερωτηματικά.

Έσκυψα το κεφάλι από δέος, και ένα ρίγος διαπέρασε τη σπονδυλική μου στήλη.
Έτσι κάνουν όταν στέκονται μπροστά σε ένα μνημείο.

Ανοσία
Η αμαρτία σκοτώνει. Η αμαρτία δεν αστειεύεται και θέλει να χαθούμε αιώνια.
Και εμείς που τα ξέρουμε όλα αυτά, εμείς που ξέρουμε και έχουμε πολλές φορές διαβάσει, και ακόμα περισσότερες ακούσει ότι ο μισθός της είναι θάνατος, αιώνιος και οριστικός, διαλέγουμε έναν άλλο δρόμο μπροστά στο μεγάλο αυτό θέμα.
Δεν ασχολούμαστε πια μαζί της. Δεν ασχολούμαστε σοβαρά με την αμαρτία. Περιορίζουμε την παρουσία της κάπου μακριά στο παρελθόν, πολλές φορές ούτε καν εκεί, καθώς δεν είναι ορατή στα μυωπικά μας μάτια (Β' Πέτρου 1:9), ή έστω αισθητή στην καυτηριασμένη μας συνείδηση (Α' Τιμόθεον 4:2), η εξουσία που ασκούσε ή ακόμα ασκεί επάνω μας.

Είναι πια επίσημο. Η αμαρτία είναι για τους άλλους. Εμείς έχουμε ανοσία, επειδή ζούμε ηθικά, μια ζωή λιγότερο ή περισσότερο πάνω από τον μέσο όρο. Νομίζουμε ότι η αμαρτία και η διαβρωτική της δύναμη δεν μας αγγίζουν, επειδή η τακτοποιημένη ζωή μας απέχει πολύ από όλα όσα μόλις περιγράψαμε.

Όμως η αμαρτία υπάρχει και είναι δίπλα μας, επάνω μας, μέσα μας, και η παρουσία της όσο και αν την αρνούμαστε παραμένει ενοχλητική. Αλλά και εδώ έχουμε την απάντηση.
Δεν  είναι πλέον το πρόβλημα η αμαρτία. Δεν μιλάμε καν για αμαρτία. Ίσως όχι στα κηρύγματά μας, αφού εκεί η φρασεολογία είναι καθιερωμένη και δεν κάνει πια αίσθηση, αν και πολλές φορές ούτε εκεί.  Δεν μιλάμε πια για την αμαρτία στην κάθε μας μέρα, όχι στη θεωρία, αλλά στην αληθινή ζωή. Δεν σκεφτόμαστε, δεν υπολογίζουμε, ούτε ασχολούμαστε με την αμαρτία. Όχι την αμαρτία του «αμαρτωλού κόσμου» όπως συνηθίζουμε να λέμε, να ακούμε και να ησυχάζουμε στο αναπαυτικό πάπλωμα που μας προσφέρει η εκκλησιαστική και ηθική μας ζωή, αλλά τη δική μας. Ενώ η αμαρτία συνεχίζει να σκοτώνει και να καταστρέφει πολύτιμες ζωές ακριβώς δίπλα μας, εμείς δεν βρισκόμαστε σε διαρκή θέση μάχης δια του Ιησού Χριστού εναντίον της.

Στην αμαρτία που υποδουλώνει, χειραγωγεί και σκοτώνει τον άνθρωπο από εδώ κάτω και αιώνια, εμείς φερόμαστε με μία ανεξήγητη άνεση και αίσθηση υπεροχής. Με την Αγία Γραφή κλειστή στη βιβλιοθήκη μας, ή και ανοιχτή ακόμα μπροστά μας, στο σπίτι μας ή στην εκκλησία, ακούγοντας ή και κάνοντας ακόμα ένα κήρυγμα, εμείς απλά της αλλάζουμε όνομα.

Σήμερα, για μας, στη σκέψη και τη ζωή μας δεν υπάρχει αμαρτία. Έχουμε βάλει άλλα στη θέση της. Την θεωρούμε αδυναμία, ένα μικρό λάθος, την ονομάζουμε ελάττωμα, την  αποδίδουμε στο χαρακτήρα μας, την λέμε «αμαρτιούλα», ή πολύ περισσότερο συνεχίζουμε και αγνοούμε την ύπαρξή της. Σίγουρα όμως δεν την βλέπουμε όπως πραγματικά είναι.

Λένε για τον εχθρό των ψυχών μας, τον απαρχής ανθρωποκτόνο διάβολο (Ιωάννης 8:44), πως από τα μεγαλύτερα αν όχι το μεγαλύτερο επίτευγμά του είναι, πως έπεισε τους ανθρώπους ότι δεν υπάρχει. Φαίνεται όμως πως κάτι αντίστοιχο ισχύει και για το όπλο που χρησιμοποιεί για να σκοτώνει, την αμαρτία. Η αμαρτία που θέλει να σκοτώσει τον άνθρωπο, και κρύβει από πίσω της έναν ολόκληρο κόσμο στρατηγικής και μεθοδείας, πριν τον εξαθλιώσει, πριν τον ρεζιλέψει, πριν τον ντροπιάσει, πριν ξεσπάσει πάνω του την απροκάλυπτη οργή της, προσπαθεί να τον πείσει ότι δεν υπάρχει, ότι δεν τον αφορά, ότι η παρουσία της περιορίζεται στους «αμαρτωλούς» του κόσμου αυτού, σε αυτούς που κλέβουν, σε αυτούς που μοιχεύουν, σε αυτούς που σκοτώνουν, σε αυτούς που απλά δεν πηγαίνουν σε μία εκκλησία τις Κυριακές.

Εδώ όμως ακριβώς βρίσκεται το μυστικό. Ο Ιησούς Χριστός δεν ήρθε στον κόσμο για να καλέσει δίκαιους, αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια (Λουκάς 5:32). Ανθρώπους που κοίταξαν όχι γύρω τους για να βρουν την αμαρτία και τη φθορά, αλλά πάνω τους και μέσα τους. Και την είδαν και τρόμαξαν και στράφηκαν με απόγνωση σε Αυτόν ενάντια στον οποίον την έκαναν, σε Αυτόν που τους άνοιξε τα μάτια για να τη δουν, ενάντια σε Αυτόν που πλήρωσε με το αίμα του Παιδιού Του για αυτή.

Δεν έκαναν, απαραίτητα, στη ζωή τους και μπροστά στους άλλους πολλά και τρομερά, δεν έζησαν ίσως μια ζωή βουτηγμένη σε αυτά που και οι ίδιοι οι άνθρωποι του κόσμου αποστρέφονται.

Ποιος όμως αλήθεια μπορεί έτσι απλά να σταθεί δίπλα στον Άγιο, στον άπειρα Άγιο και να μη δει τη δική του αμαρτία, όποια κι αν είναι, όση κι αν είναι, άπειρη μπροστά Του; Την αμαρτία του που απλώνει και καταλαμβάνει ολόκληρη τη ζωή του, καθώς η αμαρτία είναι υπόθεση καθαρά προσωπική. Όπως ο θάνατος. Όπως και η ζωή.

Το λάθος
Τα μνημεία είναι για να τα βλέπεις, να τα θαυμάζεις, να σκέφτεσαι, να θυμάσαι ίσως, κάποια άλλα απλά για να τα βγάλεις μία φωτογραφία. Δίπλα όμως σε αυτά υπάρχουν και κάποια άλλα, που δεν βρίσκονται ούτε σε πλατείες, ούτε σε πάρκα, ούτε σε μουσεία. Ένα από αυτά παρέλασε μπροστά στα μάτια μου, κουλουριασμένο και μεγαλειώδες, πάνω σε ένα πεπαλαιωμένο φορείο ενός δημόσιου νοσοκομείου. Το όνομά της δεν το συγκράτησα, θυμάμαι όμως πολύ καλά τη φωνή Του να μου θυμίζει.
«Μην κάνεις το λάθος.»
 Ποιο λάθος Κύριε;
Δεν πέρασε πολλή ώρα και κατάλαβα.

Δεν ανήκει το «μνημείο» αυτό στη δυστυχισμένη αυτή ψυχή  που άρπαξε με τα νύχια της η αμαρτία.
Δεν είναι αυτό το «μνημείο», μαζί με τόσα άλλα, για την αμαρτία γενικά. Την αμαρτία του κόσμου, την αμαρτία των άλλων.

Αυτό το «μνημείο» είναι και για μένα. Αυτό το «μνημείο» είμαι εγώ. Ο εαυτός μου μακριά Του. Η ζωή μου κρατημένη στα χέρια μου. Χωρίς τη χάρη Του, χωρίς το έλεός Του, μακριά από την αγάπη Του, την πρόνοιά Του, τη συμβουλή Του.
Χωρίς τη δική Του παρουσία, χωρίς τον έλεγχο του Πνεύματός Του, χωρίς το αίμα του Παιδιού Του. Χωρίς Αυτόν, χωρίς τη Ζωή.

Και όταν λείπει η ζωή, αυτό που μένει είναι θάνατος. Θάνατος που δεν είναι πάντα τόσο τραχύς και συγκλονιστικός, παραμένει όμως θάνατος. Θάνατος ισόβιος εναντίον του Θεού. Θάνατος αιώνιος μακριά από τον Θεό.

Ας μην κάνουμε το λάθος. Ας κοιτάξουμε τον εχθρό στα μάτια. Ας μισήσουμε την αμαρτία. Ας μισήσουμε το θάνατο. Γιατί υπάρχει η Ζωή. Γιατί ο Θεός μας προσφέρει τη Ζωή. Και η Ζωή νίκησε το θάνατο (Α' Κορινθίους 15:54-55).

Μετά από λίγο ήρθαν τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων, που δεν πρόσθεσαν, όπως αναμενόταν, κάποια σημαντική πληροφορία, και μετά από λίγες ώρες το ζωντανό «μνημείο της αμαρτίας μου», έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής στην τραγική και μάλλον σύντομη ζωή του. Φεύγοντας μπορεί να μην της δόθηκε κάποιο φάρμακο, ή κάποια χρήσιμη ιατρική συμβουλή για «ανάπαυση και καλή διατροφή», πήρε όμως μαζί μία προσευχή. Μία προσευχή στον Κύριο που ανασταίνει νεκρούς. Στον Άγιο Πατέρα της αγάπης που γκρεμίζει τα μνημεία της αμαρτίας και του θανάτου, και με θεμέλιο το σταυρό και τον άδειο τάφο, χτίζει νέα δοξασμένα μνημεία ζωής

«Γι’ αυτό, αν κάποιος είναι εν Χριστώ, είναι καινούργιο κτίσμα· τα αρχαία πέρασαν, δέστε, τα πάντα έγιναν καινούργια» (Β' Κορινθίους 5:17)

Γιατί αν ο Κύριος το έκανε αυτό αληθινό στη δική μου ζωή, μπορεί να το κάνει παντού…

Πηγή:  Λόγια Αλήθειας και Ζωής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.