Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

Η Εκκλησία στους χρόνους της κρίσης.


Και ξαφνικά βρεθήκαμε στο μάτι του κυκλώνα. Και στην πρώτη θέση της δημοσιότητας στα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Τα αισθήματα θλίψης, αγωνίας και ανασφάλειας τα διαδέχονται αυτά της αγανάκτησης και της οργής για την οικονομική κατάρρευση της χώρας, τον κίνδυνο χρεοκοπίας, τον διεθνή διασυρμό, την κηδεμονία του ΔΝΤ και τα σκληρά οικονομικά μέτρα που πλήττουν τον μέσο Έλληνα. Την ίδια ώρα γίνεται φανερό ότι το πρόβλημα δεν είναι «ελληνικό», αλλά η χώρα μας είναι η κορυφή του παγόβουνου μιας πολύ μεγαλύτερης ευρωπαϊκής και παγκόσμιας κατάρρευσης. Η αποτυχία του πολιτικού συστήματος, η αρπακτική διάθεση οργανισμών και ανθρώπων που «κυριεύουσι τα έθνη», αλλά «ονομάζονται ευεργέται», η αδικία, το οικονομικό "στύψιμο" του ασθενέστερου και ταυτόχρονα η διάσωση του ισχυρότερου, η έλλειψη ελπίδας για το αύριο, η αύξηση των ψυχολογικών προβλημάτων και των αυτοκτονιών, η εκτός ελέγχου εγκληματικότητα και τα σενάρια μιας γενικευμένης κοινωνικής έκρηξης, δημιουργούν ένα τοπίο σκοτεινό και εφιαλτικό.
Ο Χριστός το είχε πει στους δικούς Του: «οι άνθρωποι θέλουσιν αποψυχεί εκ του φόβου και προσδοκίας των επερχομένων δεινών εις την οικουμένην» (Λουκ. 21:26). Οι χριστιανοί δεν θα έπρεπε να ξαφνιάζονται. Τουλάχιστον όχι τόσο πολύ. Δεν χωράει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε σε έναν πολύ δύσκολο καιρό. Και ίσως γίνει δυσκολότερος. Καιρός που ταυτόχρονα δοκιμάζεται η πίστη μας. Καιρός όμως και για δύο πράγματα. Για περισυλλογή και αλληλεγγύη. Το γενικότερο κλίμα απομόνωσης, ανασφάλειας και απαισιοδοξίας σίγουρα δεν βοηθάει. Το να σκεφτούμε όμως μόνο τους εαυτούς μας και το πως εμείς θα μπορέσουμε, με διάφορους τρόπους, να περάσουμε πιο ανώδυνα την κρίση, δεν μας ωφελεί πνευματικά. Μας δίνεται όμως η ευκαιρία, να πλησιάσουμε πιο πολύ τον Κύριο, να ταπεινωθούμε, να ζητήσουμε την οδηγία Του και ταυτόχρονα να κάνουμε την αυτοκριτική μας. Είναι αλήθεια ότι στην ευμάρεια ο άνθρωπος ξεχνάει τον Θεό, γίνεται χλιαρός και αδιάφορος, καλλιεργεί τον ατομισμό, δεν τον απασχολεί η δυστυχία του άλλου και δεν ενοχλείται από τις μεγάλες ανισότητες της σύγχρονης κοινωνίας, με αποτέλεσμα την ώρα που μπορεί να πλουτίζει στα υλικά, να φτωχαίνει στα πνευματικά. Έτσι διαμορφώνεται ένας χριστιανισμός, που με διάφορα προσχήματα, απομακρύνεται από τις αρχές του Ευαγγελίου και την ζωή της αρχαίας Εκκλησίας και τείνει να γίνει ένας «αστικοποιημένος» χριστιανισμός, προσαρμοσμένος στα ανθρώπινα συμφέροντα.
Κι όμως η Εκκλησία, είναι μία κοινωνία αγάπης, μία κοινωνία αλληλεγγύης, μία αδελφότητα, μία οικογένεια, ένα σώμα, όπου «είτε πάσχει εν μέλος, πάντα τα μέλη συμπάσχουσιν» (Α’ Κορ. 12:26). Τα έργα αγάπης και η φροντίδα για τον πλησίον αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της λατρείας των χριστιανών και μοναδικό τους γνώρισμα που, από την αρχή, τους κατέστησε "μυρίπνοα άνθη" μέσα σε μία κοινωνία που έμοιαζε με στρατόπεδο αλληλοσκοτωμού. Οι υλικές ανάγκες ενός αδελφού ή μίας χριστιανικής κοινότητας σήμαινε συναγερμό αγάπης σε όλη της Εκκλησία. Η μεγάλη πείνα στην Ιερουσαλήμ που προφητεύθηκε από τον προφήτη Άγαβο, έθεσε σε κίνηση όλου στους χριστιανούς της Αντιόχειας, «όθεν οι μαθηταί απεφάσισαν, έκαστος αυτών κατά την εαυτού κατάστασιν, να πέμψωσι βοήθειαν προς τους αδελφούς τους κατοικούντας εν τη Ιουδαία» (Πραξ. 11:29). Τον καιρό που οι διάφοροι Λούκουλοι της Ρώμης δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά γεύματα αφάνταστης χλιδής και ασωτίας, οι χριστιανοί πλούσιοι μετέβαλλαν τα σπίτια τους σε «κατ’ οίκον εκκλησίες» και νοσοκομεία. Ο «παροξυσμός αγάπης και καλών έργων» (Εβρ. 10:24) άφηνε άφωνο τον αρχαίο κόσμο, αλλά θα πρέπει να συνεχίσει να είναι το «σήμα κατατεθέν» της Εκκλησίας, ιδιαίτερα στους έσχατους καιρούς, όπου οι άνθρωποι είναι «φίλαυτοι… φιλάργυροι… άσπλαχνοι» (Β’ Τιμ. 3:2-4). Για να μπορεί η Εκκλησία να έχει παρρησία να φωνάζει: «εις τους πλουσίους του κόσμου τούτου παράγγελλε… να μην ελπίζωσιν επί την αδηλότητα του πλούτου… να αγαθοεργώσι, να πλουτώσιν εις έργα καλά» (Α’ Τιμ.6:17), χωρίς κανείς να κουνάει ειρωνικά, το κεφάλι του. Να μπορεί να βιώνει πρώτα εκείνη την δικαιοσύνη στην δική της κοινωνική ζωή για να μπορεί το «έλθετε τώρα οι πλούσιοι, κλαύσατε ολολύζοντες διά τας επερχομένας ταλαιπωρίας σας… ετρυφήσατε επί της γης και εσπαταλήσατε» (Ιακ. 5:1-6) να είναι μία κραυγή από τα σωθικά της και μία φωνή αντίστασης σε μία κοινωνία ατομισμού και αδικίας, που παρόλα τα «μέτρα» ο φτωχός θα γίνει φτωχότερος και ο πλούσιος πλουσιότερος.
Όμως επειδή «πάντα τα πονηρά» εκ της καρδίας «εξέρχονται και μολύνουσι τον άνθρωπον» (Μαρκ 7:23), για αυτό η Εκκλησία, αν και ενδιαφέρεται για τα βιολογικά, οικονομικά, κοινωνικά, προβλήματα, ρίχνει το βάρος της περισσότερο στην θεραπεία της ψυχής του ανθρώπου, διότι τότε λύνονται και πολλά δυσεπίλυτα προβλήματα. Ζώντας ο άνθρωπος μέσα στην Εκκλησία, που είναι θεραπευτήριο, αγωνίζεται δια της Χάριτος του Θεού, τον καλό αγώνα της πίστεως, μαζί με τους αδελφούς του, απέχει από τις σαρκικές επιθυμίες, αποστρέφεται το κοσμικό φρόνημα, ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του αγιασμού, φωτίζεται ο νους του και η καρδιά του και καθώς δια της Χάριτος θεραπεύεται, οδηγείται στην τελείωση. Τότε ο άνθρωπος του Θεού παράγει «έργα άξια της μετανοίας», όχι ως το αποτέλεσμα κάποιας ανθρώπινης προσπάθειας, αλλά ως τους καρπούς της νέας εν Χριστώ ζωής. «Ούτως ας λάμψη το φως σας έμπροσθεν των ανθρώπων, διά να ίδωσι τα καλά σας έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα σας τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. 5:16).

Θανάσης Σωτηρίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.